- ἐνετήρια
- ἐν-ετήρια, τά,A taxes on admission to citizenship, IG9(1).334.9 ([dialect] Locr., V B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενετήρια — ἐνετήρια, τα (Α) [ενίημι] τα χρήματα που πλήρωνε ένας έποικος για να γίνει δεκτός από μία πολιτεία … Dictionary of Greek